Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρεβαντόριο
1 εγγραφή
πρεβαντόριο το [prevantório] Ο42 : (παρωχ.) αναρρωτήριο όπου νοσηλεύονταν προληπτικά ασθενείς (ιδ. παιδιά) με προδιάθεση για φυματίωση.

[λόγ. < γαλλ. préventori(um) -ον κατά το σανατόριο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες