Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρασιά
1 εγγραφή
πρασιά η [prasxá] Ο24 : 1. ο ακάλυπτος χώρος ενός χτισμένου οικοπέδου, που βρίσκεται μπροστά, γύρω ή (συχνότ.) πίσω από το κτίριο και είναι φυτεμένος ή όχι: Tο διαμέρισμα βλέπει στην ~, στις πλάγιες ή στην πίσω πλευρά της οικοδομής. H ~ της πολυκατοικίας είναι φυτεμένη με γκαζόν. 2. η βραγιά.

[λόγ. < αρχ. πρασιά `παρτέρι κήπου΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες