Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πραξικοπηματίας
1 εγγραφή
πραξικοπηματίας ο [praksikopimatías] Ο3 : αυτός που οργανώνει πραξικόπημα ή που συμμετέχει σε πραξικόπημα: H κυβέρνηση συνέλαβε τους πραξικοπηματίες.

[λόγ. πραξικοπηματ- (πραξικόπημα) -ίας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες