Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πραματευτής
1 εγγραφή
πραματευτής ο [pramateftís] Ο9 : (παρωχ.) πλανόδιος έμπορος, γυρολό γος: Στις εμποροπανηγύρεις μαζεύονταν έμποροι και πραματευτάδες. ΠAΡ Kι η κοσκινού τον άντρα της με τους πραματευτάδες, για κπ. που θέλει να εξισώνει τον εαυτό του με ανωτέρους του.

[μσν. πραματευτής < ελνστ. πραγματευτής με αφομ. [γm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες