Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πρίμα τα [príma] Ο39 : η περιοχή των υψηλών τόνων, κυρίως σε μηχανήματα αναπαραγωγής του ήχου. ANT μπάσα: Ένα κουμπί ρυθμίζει τα ~ και τα μπάσα στο ραδιόφωνο / στο πικάπ / στο κασετόφωνο. Xαμήλωσε λίγο τα ~.
[πληθ. του πρίμο]
- πρίμα βίστα [príma vísta] επίρρ. : 1. (μουσ.) εκτέλεση μουσικού κομματιού χωρίς προηγούμενη μελέτη ή πρόβα: H ορχήστρα έπαιξε το κομμάτι ~. 2. εκ πρώτης όψεως: Tο κείμενο / η εργασία ~ δεν έχει πολλά λάθη.
[ιταλ. prima vista]
- πριμαντόνα η [primadóna] Ο25 : 1. τίτλος τραγουδίστριας (συνήθ. υψιφώνου) που πρωταγωνιστεί στην όπερα: H Kάλλας υπήρξε μια από τις διασημότερες πριμαντόνες. 2. (μτφ.) για πρόσωπο: α. που παίζει έναν κεντρικό ρόλο: Ο υπουργός οικονομικών είναι η ~ της κυβέρνησης. β. που θεωρεί τον εαυτό του και συμπεριφέρεται ως κτ. το ιδιαίτερο, το ξεχωριστό (που απαιτεί από τους άλλους αντίστοιχη αντιμετώπιση): Εμφανίζεται / φέρεται σαν ~.
[ιταλ. prima donna (αρχική σημ.: `πρώτη κυρία΄)]
- πριμάτος ο [primátos] Ο18 : (εκκλ.) τίτλος ανώτατων κληρικών της δυτικής, της αγγλικανικής και (του πατριάρχη) της ρουμανικής εκκλησίας.
[λόγ. < μσνλατ. primat(us) -ος < λατ. primus `πρώτος, ανώτερος΄]