Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρέκι
1 εγγραφή
πρέκι το [préki] Ο44 : το οριζόντιο δοκάρι (από ξύλο, μάρμαρο κτλ.) που βρίσκεται στον τοίχο πάνω από μια πόρτα ή ένα παράθυρο· υπέρθυρο: Πόρτα με χαμηλό / ψηλό ~. ΦΡ (λαϊκ., χυδ.) γαμώ σε κπ. τα πρέκια, υβριστικά, ταλαιπωρώ, εξουθενώνω κπ.

[;]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες