Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ποώδης -ης -ες [poóδis] Ε11 : που είναι όμοιος με πόα, που ανήκει στο γένος της πόας: ~ βλάστηση. Ποώδη φυτά. || (ως ουσ.) τα ποώδη, ονομα σία φυτών με μαλακό, τρυφερό κορμό. ANT ξυλώδη (φυτά).
[λόγ. < ελνστ. ποώδης, αρχ. σημ.: `στο χρώμα της χλόης΄]