Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ποώδης
1 εγγραφή
ποώδης -ης -ες [poóδis] Ε11 : που είναι όμοιος με πόα, που ανήκει στο γένος της πόας: ~ βλάστηση. Ποώδη φυτά. || (ως ουσ.) τα ποώδη, ονομα σία φυτών με μαλακό, τρυφερό κορμό. ANT ξυλώδη (φυτά).

[λόγ. < ελνστ. ποώδης, αρχ. σημ.: `στο χρώμα της χλόης΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες