Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πουτσαράς ο [putsarás] Ο1 : (χυδ.) 1. αυτός που έχει μεγάλο πέος. 2. (μτφ.) άντρας δυναμικός, στιβαρός, με τόλμη και αποφασιστικότητα.
[πούτσ(ος) -αράς]
- πούτσος ο [pútsos] Ο18 & πούτσα η [pútsa] Ο25 : (χυδ.) το αντρικό γεννητικό όργανο, το πέος. (έκφρ.) πετιέται σαν την πούτσα, παρεμβαίνει άκαιρα και αιφνιδιαστικά (συνήθ. σε μια συζήτηση). ΦΡ (γράφω κτ.) στον πούτσο μου, δε με νοιάζει, αδιαφορώ πλήρως. του αγίου πούτσου, ποτέ. πούτσες μπλε, σαχλαμάρες, ανοησίες.
[τουρκ. puç `σχισμή ανάμεσα στους γλουτούς΄ -ος, -α ή ιταλ. puzzo `βρόμα΄ -ς, διαλεκτ. puzza]