Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πούντα
1 εγγραφή
πούντα η [púnda] Ο25α : (οικ.) πνευμονικό κρυολόγημα: Άρπαξε μια (γερή) ~.

[παλ. ιταλ. punta]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες