Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πουρνό το [purnó] Ο38 : (λαϊκότρ., λογοτ.) το πρωί, το πρωινό. || (συχνά ως επίρρ.): ~ ~, πρωί πρωί, πολύ πρωί.
[μσν. πουρνό(ν) < προυνό με μετάθ. του [r] < πρωνό ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [p] και του [n] ) < ελνστ. πρωϊνόν (αποφυγή της χασμ.)]