Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πουρνάρι
1 εγγραφή
πουρνάρι το [purnári] Ο44 : είδος θάμνου με ξυλώδη βλαστό, με αγκαθωτά φύλλα και με καρπό όμοιο με της βαλανιδιάς. ΠAΡ Aφήνω το γά μο* και πάω για πουρνάρια.

[μσν. *πουρνάριον < *πιρνάριον ( [i > u] από επίδρ. του χειλ. [p] ) < πρινάριον με μετάθ. του [r] < υποκορ. του αρχ. πρῖνος (πρβ. πρινάρι)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες