Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πουριτανός ο [puritanós] Ο17 θηλ. πουριτανή [puritaní] Ο29 : 1. άτομο που χαρακτηρίζεται (συχνά υποκριτικά) από άκρως αυστηρές και συντη ρητικές αντιλήψεις για την ηθική και ιδίως σε ό,τι αφορά την ερωτική και σεξουαλική συμπεριφορά: Στις σχέσεις του με τις γυναίκες είναι ~. 2. οπαδός της αίρεσης του πουριτανισμού2.
[λόγ. < αγγλ. Ρuritan -ός (ορθογρ. δαν.) < υστλατ. puritas `αγνότητα΄· λόγ. πουριταν(ός) -ή]