Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πουρέ
2 εγγραφές [1 - 2]
πουρές ο [purés] Ο13 & πουρέ το [puré] Ο (άκλ.) : είδος πολτού κυρίως από λιωμένες πατάτες αλλά και από όσπρια ή χορταρικά: Πατάτα / σπανάκι ~. || το αντίστοιχο φαγητό: Φάγαμε πατάτες / σπανάκι πουρέ.

[ιταλ. pur(e) -ές· λόγ. κατά το γαλλ. purée]

πουρεύω [purévo] Ρ5.2α : (λαϊκ., προφ.) γερνώ, παρακμάζω.

[πουρ(ό) -εύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες