Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πουνέντες
1 εγγραφή
πουνέντες ο [punéndes] & πονέντες ο [ponéndes] Ο14 & πουνέντης ο [pu néndis] Ο11 : (ναυτ.) ο δυτικός άνεμος, ο ζέφυρος.

[ιταλ. ponente & τρο πή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [p] και του [n] · μεταπλ. πουνέντ(ες) -ης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες