Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πουκαμίσα
3 εγγραφές [1 - 3]
πουκαμίσα η [pukamísa] Ο25 : πολύ μακρύ και φαρδύ πουκάμισο που φοριέται εξωτερικά και που κουμπώνει συνήθ. μόνο στο πάνω μέρος: Άσπρη / χρωματιστή / ινδική ~. Φέτος είναι της μόδας οι πουκαμίσες. || είδος νυχτικού που φοριόταν παλαιότερα.

[πουκάμισ(ο) μεγεθ. ]

πουκαμισάδικο το [pukamisáδiko] Ο41 : εργαστήριο ή κατάστημα όπου κατασκευάζονται ή πουλιούνται πουκάμισα.

[πουκάμισ(ο) -άδικο]

πουκαμισάς ο [pukamisás] Ο1 θηλ. πουκαμισού [pukamisú] Ο37 : τεχνίτης ειδικευμένος στην κατασκευή πουκάμισων: Zητούνται πεπειραμένες πουκαμισούδες. || αυτός που πουλάει, που εμπορεύεται πουκάμισα.

[πουκάμισ(ο) -άς· πουκαμισ(άς) -ού]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες