Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πουδριέρα
1 εγγραφή
πουδριέρα η [puδriéra] & πουντριέρα η [pudriéra] Ο25α : θήκη, κουτί για ή με πούδρα: Έχει πάντα μια ~ μέσα στην τσάντα.

[πούδρ(α), πούντρ(α) -ιέρα (γαλλ. poudrière `κουτί με σκόνη για το στέγνωμα του μελανιού΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες