Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ποτιστικός
1 εγγραφή
ποτιστικός -ή -ό [potistikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο πότισμα. α. που χρησιμοποιείται για να ποτίζει: Ποτιστικά αυλάκια / μηχανήματα. β. (για λαχανικά και οπωροφόρα) που χρειάζεται πότισμα. ANT ξερικός: Ποτιστικά λάχανα / καρπούζια. Ποτιστικές ντομάτες / πατάτες. γ. που αρδεύεται: Ποτιστικό χωράφι. || (ως ουσ.) τα ποτιστικά, τα φυτά που χρειάζονται πότισμα για να ευδοκιμήσουν.

[ποτισ- (ποτίζω) -τικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες