Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ποταμιά
2 εγγραφές [1 - 2]
ποταμιά η [potamná] Ο24 : το ποτάμι και η κοντινή γύρω από αυτό περιοχή: Έχει χωράφια στην ~.

[ποτάμ(ι) -ιά]

ποτάμιος -α -ο [potámios] Ε6 : (λόγ.) που ανήκει ή που αναφέρεται σε ποταμό: Ποτάμια ύδατα / ρεύματα / αποθέματα.

[λόγ. < αρχ. ποτάμιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες