Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ποστρεστάντ
1 εγγραφή
ποστρεστάντ το [póstrestánt] Ο (άκλ.) : το τμήμα και ο αντίστοιχος χώρος της ταχυδρομικής υπηρεσίας που δε διανέμει τις επιστολές και τα δέματα αλλά ο παραλήπτης τους τα παραλαμβάνει αυτοπροσώπως: Ειδοποιήθηκα να παραλάβω ένα δέμα από το ~. || (ως επίρρ.) τρόπος αλληλογραφίας, σύμφωνα με τον οποίο η παραλαβή επιστολών ή δεμάτων γίνεται από τον παραλήπτη μέσο ειδικής υπηρεσίας του ταχυδρομείου: Έστειλα το γράμμα ~.

[λόγ. < γαλλ. poste restante]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες