Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ποσολογία
1 εγγραφή
ποσολογία η [posolojía] Ο25 : κλάδος της φαρμακολογίας που ασχολείται με τις ποσότητες, με τις δόσεις στις οποίες πρέπει να χορηγούνται τα φάρμακα στους ασθενείς.

[λόγ. < γαλλ. posologie < αρχ. πόσο(ς) + -logie = -λογία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες