Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πορφύρα
1 εγγραφή
πορφύρα η [porfíra] Ο25 : 1. χρωστική ουσία βαθυκόκκινου χρώματος (με ιώδεις αποχρώσεις) που έπαιρναν οι αρχαίοι από ένα είδος κοχυλιού. 2α. το ύφασμα και ιδίως το ένδυμα που είναι βαμμένο με αυτό το χρώμα και που αποτελούσε την επίσημη στολή βασιλιάδων και (βυζαντινών) αυτοκρατόρων: Ο αυτοκράτορας παρουσιάστηκε ντυμένος στην ~. β. η αυτο κρατορική εξουσία. 3. το είδος του κοχυλιού από το οποίο έπαιρναν την ομώνυμη χρωστική ουσία. 4. (ιατρ.) είδος δερματοπάθειας με τη μορφή κόκκινων κηλίδων.

[λόγ. < αρχ. πορφύρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες