Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πορτοκαλεώνας ο [portokaleónas] Ο2 : έκταση όπου καλλιεργούνται συστηματικά πορτοκαλιές: Στη νότια Ελλάδα υπάρχουν πολλοί πορτοκαλεώνες.
[λόγ. πορτοκάλ(ι) -εών > -εώνας]