Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πορτμπεμπέ
1 εγγραφή
πορτμπεμπέ το [pórtbebé] Ο (άκλ.) : ειδική κατασκευή με τη μορφή μικρού κρεβατιού ή καθίσματος, εφοδιασμένη με λαβές ή με λουριά, που επιτρέπει να μεταφέρεται με τα χέρια ένα μωρό ή να κάθεται στο εσωτερικό ενός αυτοκινήτου.

[λόγ. < γαλλ. porte-bébé]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες