Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πορτιέρης
1 εγγραφή
πορτιέρης ο [portxéris] Ο11 θηλ. πορτιέρισσα [portxérisa] Ο27 : πρόσωπο που έχει την ευθύνη της επίβλεψης, της φύλαξης, του ελέγχου μιας εισόδου ενός κτιρίου κτλ.· (πρβ. θυρωρός): Στην είσοδο του κέντρου διασκέδασης υπήρχε ~.

[ιταλ. portier(e) -ης < γαλλ. portier· πορτιέρ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες