Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πορνογραφικός -ή -ό [pornoγrafikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην πορνογραφία: Πορνογραφική ταινία / φυλλάδα / παραφιλολογία. Πορνογραφικό περιοδικό / έντυπο.
[λόγ. < γαλλ. pornographique < pornograph(e) < ελνστ. πορνογράφ(ος) -ique = -ικός]