Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πορδαλάς
1 εγγραφή
πορδαλάς ο [porδalás] Ο1 θηλ. πορδαλού [porδalú] & πορδού [porδú] Ο37 : (οικ.) αυτός που (συνηθίζει να) κλάνει συχνά, κλανιάρης.

[πορδ(ή) -αλάς· πορδαλ(άς) -ού· πορδ(ή) -ού]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες