Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ποπός
1 εγγραφή
ποπός ο [popós] Ο17 : (παιδ., οικ.) κώλος, πισινός.

[λ. νηπιακή ποπό -ς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες