Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πονόλαιμος
1 εγγραφή
πονόλαιμος ο [ponólemos] Ο20 : πόνος (συνήθ. από φλεγμονή) του λαιμού: Παστίλιες / γαργάρες / ροφήματα για τον πονόλαιμο.

[πονο- + λαιμ(ός) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες