Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πονταρισιά
2 εγγραφές [1 - 2]
πονταρισιά 1 η [pondarisxá] Ο24 : ποντάρισμα 1.

[πονταρισ- (ποντάρω) 1 -ιά]

πονταρισιά 2 η : (τεχν.) το αποτέλεσμα του ποντάρω 2. 1. η χαρακιά, το σημάδι που γίνεται με πίεση, με χτύπημα (με την πόντα) επάνω σε μεταλλι κή επιφάνεια. 2α. καθένα από τα κοιλώματα (γούβες) που ανοίγονται με ειδικό μηχάνημα πάνω σε μεταλλικές επιφάνειες προκειμένου να επιτευχθεί η (ηλεκτρο)συγκόλλησή τους. β. κάθε επαφή του ηλεκτροδίου με τις προς συγκόλληση μεταλλικές επιφάνειες.

[πονταρισ- (ποντάρω) 2 -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες