Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ποντάρισμα
2 εγγραφές [1 - 2]
ποντάρισμα 1 το [pondárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ποντάρω 1, η συμμετοχή παίκτη ή το ποσό που κάθε φορά ποντάρεται σε τυχερά παιχνίδια.

[πονταρισ- (ποντάρω) 1 -μα]

ποντάρισμα 2 το : (τεχν.) η ενέργεια, η πράξη του ποντάρω 2. 1. η χάραξη ή το σημάδεμα μιας μεταλλικής επιφάνειας με την πόντα: Kατά το ~ η μύτη της πόντας πρέπει να έχει τη σωστή κλίση. 2. η συγκόλληση μεταλλικών επιφανειών.

[πονταρισ- (ποντάρω) 2 -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες