Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πονετικός
1 εγγραφή
πονετικός -ή -ό [ponetikós] Ε1 : που συμπονεί τους άλλους, σπλαχνικός, πονόψυχος. ANT άπονος: Έχει πονετική ψυχή / καρδιά. || (ως ουσ.) ο πονετικός. πονετικά ΕΠIΡΡ.

[μσν. πονετικός < πονε- (πονώ) -τικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες