Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πονεσιάρης
1 εγγραφή
πονεσιάρης -α -ικο [ponesxáris] Ε9 : (λαϊκότρ.) πονετικός, πονόψυχος.

[πόνεσ(η) -ιάρης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες