Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολύχρωμος
1 εγγραφή
πολύχρωμος -η -ο [políxromos] Ε5 : 1. που έχει πολλά διαφορετικά χρώματα, ποικιλία χρωμάτων. ANT μονόχρωμος: Πολύχρωμα εξωτικά πουλιά. Πολύχρωμα στολίδια / φορέματα / λουλούδια. 2. (μτφ.) που τον χαρακτηρίζει ο πλούτος, η ποικιλία, η πολλαπλότητα (απόψεων, γνωμών κτλ.): Ένα πολύχρωμο πάνελ ομιλητών όλων των πολιτικών αποχρώσεων.

[λόγ. < ελνστ. πολύχρωμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες