Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πολύφωτος -η -ο [polífotos] Ε5 : α. που έχει, που εκπέμπει πολύ φως, φωτισμό. β. (ως ουσ.) το πολύφωτο, διακοσμητικό φωτιστικό με πολλές λάμπες· (πρβ. πολυέλαιος).
[λόγ.: α: ελνστ. πολύφωτος· β: μσν. σημ.]