Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολύφωτος
1 εγγραφή
πολύφωτος -η -ο [polífotos] Ε5 : α. που έχει, που εκπέμπει πολύ φως, φωτισμό. β. (ως ουσ.) το πολύφωτο, διακοσμητικό φωτιστικό με πολλές λάμπες· (πρβ. πολυέλαιος).

[λόγ.: α: ελνστ. πολύφωτος· β: μσν. σημ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες