Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολύυδρος
1 εγγραφή
πολύυδρος -η -ο [políiδros] Ε5 : που έχει πολύ, άφθονο νερό. ANT άνυδρος.

[λόγ. < αρχ. πολύυδρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες