Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πολύπτυχος -η -ο [políptixos] Ε5 : 1. που έχει, που παρουσιάζει πολλές πτυχές, πτυχώσεις: ~ χιτώνας. 2. (μτφ.) που έχει πολλές όψεις, σύνθετος, πολύπλευρος: Πολύπτυχο ζήτημα. 3. (ως ουσ.) το πολύπτυχο, κτ. που αποτελείται από πολλές επιφάνειες, που συνήθ. συνδέονται μεταξύ τους (διπλώνουν) κατά τη μια πλευρά. α. έντυπο που διπλώνει πολλές φορές: Διαφημιστικό πολύπτυχο. || ειδικό ταξιδιωτικό έγγραφο που συνοδεύει οχήματα σε ταξίδια στο εξωτερικό. β. ζωγραφική σύνθεση αναπτυγμένη σε πολλές επιφάνειες (πίνακες). γ. (μτφ.) για κτ. που είναι σύνθετο, με πολλές όψεις, πτυχές, πλευρές: Οι διάφορες όψεις του προβλήματος συνθέτουν ένα πολύπτυχο.
[λόγ. < αρχ. πολύπτυχος (3β: κατά τα δίπτυχο, τρίπτυχο)]