Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολύπλευρος
1 εγγραφή
πολύπλευρος -η -ο [políplevros] Ε5 : 1. που έχει πολλές πλευρές: Πολύπλευρο σχήμα, πολύγωνο ή πολύεδρο. 2. (μτφ.) α. που παρουσιάζει πολλές όψεις ή που γίνεται από πολλές απόψεις· πολύμορφος, πολυεδρικός, πολυδιάστατος: Πολύπλευρο ζήτημα / πρόβλημα. Πολύπλευρη εξέταση / θεώρηση / προσέγγιση. β. που εκδηλώνεται σε πολλούς τομείς, σε πολλά πεδία: Aνάπτυξη πολύπλευρης κοινωνικής / πολιτικής / διπλωματικής δράσης. Πολύπλευρο λογοτεχνικό ταλέντο. || Πολύπλευρη προσωπικότη τα, πολυσχιδής. πολύπλευρα ΕΠIΡΡ στη σημ. 2.

[λόγ. < ελνστ. πολύπλευρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες