Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολύμπριζο
1 εγγραφή
πολύμπριζο το [políbrizo] Ο41 : κινητό εξάρτημα (με καλώδιο ή χωρίς) που συνδέεται με μια (συνήθ. προσαρμοσμένη στον τοίχο) πρίζα και που επιτρέπει την παροχή ρεύματος σε πολλές ηλεκτρικές συσκευές συγχρόνως.

[λόγ. πολυ- + μπρίζ(α) -ο μτφρδ. γαλλ. multiprise]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες