Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πολύγνωμος -η -ο [políγnomos] Ε5 : που δεν μπορεί να καταλήξει σε μια άποψη, απόφαση, που παλινδρομεί ανάμεσα σε πολλές γνώμες για το ίδιο θέμα, αναποφάσιστος.
[πολυ- + γνώμ(η) -ος (πρβ. ελνστ. πολύγνωμος `πολύ σώφρονας΄)]