Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολυχρωμία
1 εγγραφή
πολυχρωμία η [polixromía] Ο25 : 1α. η ιδιότητα του πολύχρωμου, η ύπαρ ξη πολλών διαφορετικών χρωμάτων. ANT μονοχρωμία: H ~ των φτερών της πεταλούδας ήταν εκπληκτική. β. το αποτέλεσμα της ένωσης, του συνδυασμού πολλών διαφορετικών χρωμάτων: H ανοιξιάτικη φύση παρουσίαζε μια καταπληκτική ~. 2. (μτφ.) η ποικιλία, ο πλούτος, η πολλαπλότητα (γνωμών, απόψεων κτλ.): ~ απόψεων στο συνέδριο των οικολόγων. 3. (τυπ.) η διαδικασία, η τεχνική της απόδοσης μιας έγχρωμης εικόνας με συνδυασμό (των βασικών) χρωμάτων.

[λόγ. < γαλλ. polychromie < polychrom(e) < ελνστ. πολύχρωμ(ος) -ie = -ία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες