Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολυφωνία
1 εγγραφή
πολυφωνία η [polifonía] Ο25 : 1. (μουσ., για φωνές ή όργανα) μουσική σύνθεση και τεχνική κατά την οποία πολλές ανεξάρτητες μελωδικές γραμμές (διαφορετικών τόνων μελωδίες) συνδυάζονται αρμονικά· (πρβ. αντίστιξη). ANT μονοφωνία. 2. (μτφ.) η ύπαρξη ή και η έκφραση πολλών και διαφορετικών απόψεων για ένα θέμα: H δημοκρατία επιτρέπει / ευνοεί / χρειάζεται την ~.

[λόγ. < γαλλ. polyphonie (στη νέα σημ.) < ελνστ. πολυφωνία `ποικιλία τόνων΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες