Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολυφασικός
1 εγγραφή
πολυφασικός -ή -ό [polifasikós] Ε1 : που έχει πολλές φάσεις, που εμφανίζεται με πολλές μορφές. || (κυρ. ηλεκτρολ.) πολυφασικό ρεύμα, που παρουσιάζει διαφορές φάσης. ANT μονοφασικό.

[λόγ. πολυ- + φάσ(ις) -ικός μτφρδ. αγγλ. multiphase]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες