Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολυφαρμακία
1 εγγραφή
πολυφαρμακία η [polifarmakía] Ο25 : 1. η υπερβολική χρήση, κατανάλωση φαρμάκων. 2. η ύπαρξη στην αγορά πολλών φαρμάκων με παρόμοια σύσταση και ιδιότητες για την ίδια ασθένεια.

[λόγ. < ελνστ. πολυφαρμακία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες