Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πολυτυπία η [politipía] Ο25 : (γλωσσ.) η ύπαρξη πολλών γραμματικών τύπων μιας λέξης: H ~ του ρήματος στη νεοελληνική γλώσσα.
[λόγ. πολυ- + τύπ(ος) 1 -ία απόδ. του γερμ. επιθ. formenreich]