Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολυτεχνίτης
1 εγγραφή
πολυτεχνίτης ο [politexnítis] Ο10 θηλ. πολυτεχνίτισσα [politexnítisa] Ο27 : που γνωρίζει, που ασκεί πολλές τέχνες, που καταπιάνεται με πολλά πράγματα. (έκφρ.) ~ κι ερημοσπίτης, αυτός που ασχολείται, που καταπιάνεται με πολλά πράγματα και αποτυγχάνει σε όλα.

[πολυ- + τέχν(η) -ίτης· πολυτεχνίτ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες