Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πολυσύνθετος -η -ο [polisínθetos] Ε5 : 1. που αποτελείται από πολλά και σύνθετα στη διάταξη ή τη σχέση τους μέρη, στοιχεία· πολύπλοκος, περίπλοκος: Πολυσύνθετο θέμα / ζήτημα / πρόβλημα. Tο καρμπιρατέρ είναι πολυσύνθετο εξάρτημα. 2. (γραμμ.) που τον σχηματίζουν περισσότερα από δύο συνθετικά: H λέξη “μισοκακόμοιρος” είναι πολυσύνθετη. || (ως ουσ.) το πολυσύνθετο. 3. (για πρόσ.) που έχει πολλά χαρίσματα, ταλέντα, ικανότητες: Πολυσύνθετη προσωπικότητα.
[λόγ. < ελνστ. πολυσύνθετος (στις σημ. 1, 2)]