Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολυμορφισμός
1 εγγραφή
πολυμορφισμός ο [polimorfizmós] Ο17 : 1. η πολυμορφία. 2. (βιολ.) η ιδιότητα ορισμένων ειδών να εμφανίζονται με διαφορετικές μορφές, χωρίς να αλλάζει η φύση τους· (πρβ. ποικιλογονία): Πολυγονικός / γεωγραφικός / εποχιακός ~. 3. (φυσ.) ιδιότητα της κρυσταλλικής ύλης, σύμφωνα με την οποία η ίδια κρυσταλλική ουσία παρουσιάζεται με διάφορες (κρυσταλλικές) μορφές.

[λόγ. < γαλλ. polymorphisme < polymorph(e) = πολύμορφ(ος) -isme = -ισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες