Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πολυκυτταρικός -ή -ό [polikitarikós] Ε1 : (βιολ.) που έχει το χαρακτηρι στικό, την ιδιότητα να αποτελείται από πολλά κύτταρα. ANT μονοκυτταρικός: Πολυκυτταρική μεμβράνη / οργάνωση / μονάδα.
[λόγ. πολυκύτταρ(ος) -ικός]