Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πολυκάντηλο το [polikándilo] Ο41 : φωτιστικό που αποτελείται από πολ λά καντήλια και χρησιμοποιείται κυρίως σε εκκλησίες.
[μσν. πολυκάνδηλον (προφ. [nd] ) ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. πολυκάνδηλος < πολυ- + κανδήλ(ι) -ος]