Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολυεστέρας
1 εγγραφή
πολυεστέρας ο [poliestéras] Ο2 & πολυέστερ το [poliéster] Ο (άκλ.) : (χημ.) πλαστική ύλη που χρησιμοποιείται κυρίως για την κατασκευή χυτών αντικειμένων ή συνθετικών υφαντικών ινών: Πιάτα / ίνες / νήματα από πολυεστέρα. || βερνίκι που χρησιμοποιείται κυρίως σε ξύλινες επιφά νειες: Xημικά χρώματα, πολυεστέρες.

[λόγ. < διεθ. poly- = πολυ- + ester = εστέρας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες